Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Mήπως ξεχάσαμε να μιλάμε;


Χαθήκατε. Πάνε χρόνια τώρα. Κι όμως υπήρξατε πολύ καλοί φίλοι.
Αλλά μετά έγινε εκείνη η παρεξήγηση. Αλήθεια, θυμάσαι πoια;
Όχι πραγματικά, ε; Συγγνώμη, αλλά ούτε κι εγώ. Δε μπορώ να σε βοηθήσω.
Θυμάσαι όμως που είχατε μια διαφωνία για κάτι. Ανταλλάσσατε για ώρες γραπτά μηνύματα στο κινητό, ώσπου σας τελείωσαν οι μονάδες και κάνατε log in στο facebook, όπου συνεχίσατε να ανταλλάσσετε μηνύματα για άλλες τόσες ώρες.
Και πιανόσασταν από λέξεις, και τους έδινε ο καθένας την έννοια που ήθελε να τους δώσει. Αυτή που τον συνέφερε, ή αυτή που νόμιζε πως ο άλλος εννοούσε. Μέσα από τα νεύρα και την ένταση της αντιπαράθεσης, δε βλέπατε πίσω από τις λέξεις, αλλά μόνο πάνω από αυτές.
Δε σκεφτόσασταν πως μπορεί αλήθεια να μιλούσε το άτομο που βρίσκεται πίσω από την οθόνη στην άλλη πλευρά, αν βρισκόταν απέναντί σας εκείνη την στιγμή. Όσες προσπάθειες έγιναν είτε από τον ένα είτε από τον άλλο, να βρεθεί μέση λύση και τρόπος συμφιλίωσης παρά τις διαφορές σας, πάντα ένας από τους δυο παρεξηγούσε άλλη μια γραμμένη λεξούλα και πάλι από την αρχή.
Μπορεί τα γραπτά να έχουν το προτέρημα πως μένουν, ενώ τα λόγια χάνονται, αλλά ας τα αφήσουμε αυτά για τα συμβόλαια.
Οι λέξεις όταν γράφονται είναι γυμνές. Τις ντύνει ο καθένας με το μυαλό του όπως θέλει και έχει ανάγκη. Αν μια λάθος λέξη γραφτεί, αρκεί για να αλλάξει όλο το νόημα και ας έγινε από κεκτημένη ταχύτητα. Στα προφορικά το σώζεις με άμεση επέμβαση και διόρθωση, στα γραπτά όμως δε χωράνε πολλά πολλά.
Μια λάθος σύνταξη και μπορεί να σου κοστίσει μια φιλία, έναν έρωτα, ή ακόμα και το δίκιο σου. Όταν όμως γράφεις με ένταση -με οποιαδήποτε ένταση-, δεν είναι εύκολο να προσέχεις διαρκώς να είσαι σωστός. Κι έτσι πολλαπλασιάζονται οι παρεξηγήσεις.
Φαντάσου όμως πόση διαφορά θα δεις αν ντύσεις τις λέξεις προτού τις εκστομίσεις, να φτάνουν στα αυτιά του συνομιλητή σου με την προίκα τους. Και η προίκα τους δεν είναι άλλη από το ύφος σου, τη χροιά και την ένταση της φωνής σου, τη στάση του σώματός σου. Και έτσι η κάθε λέξη έχει τον χαρακτήρα της και τη κληρονομιά της και έχει το αντίκρισμα που της αρμόζει.
Οι περιπτώσεις παρεξήγησης μειώνονται στο ελάχιστο -γιατί τίποτα δεν είναι απόλυτο- και επίσης δίνεται η δυνατότητα να φωνάξεις το βαρύ πυροβολικό να επέμβει όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Το σώμα σου.
Όσο εκρηκτική κι αν είναι μια κουβέντα -είτε με την άποψη της διαφωνίας είτε με την άποψη της συναισθηματικής φόρτισης (ερωτικής ή φιλικής)- μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα άγγιγμα δίνουν στη στιγμή, ό ,τι της λείπει.
Έτσι λοιπόν οι λέξεις όχι μόνο γυμνές δεν είναι πια, μα συνοδεύονται.  Κι εσύ έχεις σύμμαχο τη φωνή σου, το σώμα σου, το άγγιγμα που μπορείς να προσφέρεις, τη δυνατότητα να τρέξεις πίσω ή μακριά από το άτομο που έχεις απέναντί σου.
Όταν λοιπόν έχεις να συζητήσεις κάτι σημαντικό, κάνε λίγα χιλιόμετρα, χτύπα μια πόρτα, κάτσε στα σκαλιά μαζί του και συζήτησέ το από κοντά. Όλα θα πάρουν το δρόμο τους πιο γρήγορα και πιο σωστά και οι λέξεις σου δε θα έχουν ξοδευτεί άσκοπα, αλλά θα φτάσουν αλώβητες, ατόφιες και αυθεντικές στο στόχο τους, χωρίς να του δίνουν το περιθώριο να κρυφτεί πίσω από την οθόνη της δειλίας του ή να αποφύγει να απαντήσει πατώντας απλώς αποσύνδεση.

Πρωτή δημοσίευση: http://www.mindthetrap.gr






Το τραγούδι της ημέρας


What happens when the curtain falls
And the last note is struck
Who in world do I wake up for
And to who do I make my love

I cried for you with the forest
Beg my soul but nobody heard
I cried a thousands songs for you 're all into one
And now i can't remember a single word

Music stops and the world keeps spinning round
I favour you and I should work it out
Wish we could work it out
Come on baby
Wish we could work it out
Let's work it out
Wish we could work it out
I ditch you darling
Work it out
I think we should work it out

Well it's clear you've lost your love for me
And you lost for another girl's heart
But who's gonna clean your mess or put you to bed
When you've been drinking too much

I'm hoping any moment i wake to find this is all this is all been a dream
You all over in your king size bed
Babe I'm your sleeping I'm your sleeping queen

Music stops and the world keeps spinning round
I favour you and i should work it out
Wish we could work it out
Come on baby
Wish we could work it out
We can work it out
Wish we could work it out
I need you darling
Wish we could work it out
Come on work it out
I wanna scream
Babe I wanna scream


Το σώμα σου, η βροχή μου


Στεκόμουν πίσω σου αθόρυβη
Κοιτούσα την πλάτη σου
Και ένιωθα στα ακροδάχτυλά μου
Πόσο απαλή είναι χωρίς να την αγγίζω.
Τα μαλλιά σου τινάχτηκαν και έγλυψαν το δέρμα σου
Έμοιαζαν σα μετάξι που κυλάει πάνω σε μαλακό γυναικείο πόδι.
Μια σταγόνα νερού γλίστρησε αργά από το πλατύ φύλο ενός λουλουδιού
Τώρα κάνει το σύντομο ταξίδι της στο σώμα σου
Καθώς εξατμίζεται κάθε δευτερόλεπτο που κρατάει
Αυτή η τυχαία συνάντηση
Η δροσοσταλίδα έγινε σύννεφο
Παίρνοντας μαζί της κάτι από εσένα
Η επόμενη βροχή θα έχει το άρωμα σου και ένα κομμάτι σου
Θα χορέψω γυμνή στη βροχή αυτή
Για να με ακουμπήσει κάτι που κάποτε ακούμπησε κι εσένα
Η δροσοσταλίδα που ένιωσε τη θέρμη σου
Η θάλασσα που τύλιξε το σώμα σου
Σαν υγρή φυλακή
Που λειτούργησε λυτρωτικά
Ελευθερώνοντας το χαμόγελο και τη λάμψη σου
Καθώς έπαιζες με μια αινιγματική παιδικότητα
Και άφηνες μικρές νότες γέλιου να σκίζουν τον άνεμο





Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Το καλοκαίρι ήρθε πάλι


Φτιάχνει ο καιρός. Και όσο φτιάχνει, τόσο ταξιδεύει το μυαλό. Και το μυαλό παρασύρει το σώμα σε ένα κυνηγητό εμπειριών. Διψάμε για να δούμε όσα ανοίγονται μπροστά μας, ντυμένα το χρυσό λαμπερό φως του ήλιου. 

Οι δρόμοι γεμίζουν ανθρώπους. Στις παραλίες λιάζονται κορμιά. Σε κάνει πραγματικά να απορείς, που ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι όλον αυτόν τον καιρό; Που κρύβονταν; Τι φοβόνταν; Ή μήπως απλώς ένιωθαν τις μπαταρίες τους να αδειάζουν και ήρθε ο ήλιος και τους φόρτισε;

Σημαντικό συστατικό του ελληνικού καλοκαιριού ο ήλιος. Απορώ πως αντέχουν άλλοι λαοί, να λένε ότι έχουν καλοκαίρι, χωρίς να έχουν κάθε μέρα τον ήλιο να τους καίει το δέρμα και να τους κάνει να αναζητούν τη θάλασσα για να δροσίζονται που και που, μετά από το συνεχόμενο φλερτ μαζί του. 

Συνδυασμός από τους λίγους η θάλασσα και ο ήλιος. Δίδυμο αχτύπητο. Κάθε που πλησιάζει ο χειμώνας και ξέρω πως θα τα αποχωριστώ, το χαμόγελο μου σβήνει για λίγο. Αλλά ύστερα πάλι, σκέφτομαι πως όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν και πως όλες οι εποχές έχουν την ομορφιά τους. 

Αφήνω λοιπόν το χαμόγελο να πάρει πάλι την θέση του στο πρόσωπό μου και ρουφάω και τις τελευταίες στιγμές του καλοκαιριού που φεύγει διψασμένα. Το κορμί μου ψήθηκε αρκετά, τα μαλλιά μου ξάνθυναν, τα φορέματά μου ανέμισαν. Του χρόνου πάλι.

Και ο άλλος χρόνος έρχεται πριν καλά-καλά το καταλάβω και να μαι πάλι, να χαμογελάω στον ήλιο, να του στέλνω φιλιά και να πλατσουρίζω στη θάλασσα, που τόσο αγαπώ μα και τόσο την φοβάμαι.




 




Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Δε θέλω να γεράσω ποτέ



Θαυμάζω τη νιότη. Τι πιο όμορφο από αυτή; Στους ανθρώπους, στα ζώα, στη φύση. Η νιότη είναι φρέσκια, δυναμική, γεμάτη ενέργεια. Λάμπει η νιότη, δεν κουράζεται ποτέ, είναι αστείρευτη πηγή έμπνευσης και ευρηματικότητας. Είναι ολιγαρκής· μπορεί με δέκα ευρώ να σε κάνει τον γύρο του κόσμου. Να παίρνεις ένα σακίδιο και να μην ξέρεις που θα βρεθείς. Να γελάς με πράγματα μικρά και χαζά, να μη σκέφτεσαι τόσο και να μην υπεραναλύεις τα πάντα πριν κάνεις το οτιδήποτε.
 Αυθορμητισμός, τσαγανό, μαγκιά, έλλειψη φόβου, χαρά, διασκέδαση, καλή παρέα, ταξίδια, παιδικότητα, μερική ανευθυνότητα, αθωότητα που χάνεται πίσω από τα αμέτρητα ξενύχτια με ξύδια, χορό, γαμήσια. Γαμήσια που όσο γράφει το κοντέρ, τόσο μειώνονται, τόσο γίνονται ευθύνη αντί για ευχαρίστηση, τόσο αφήνουν πίσω την καύλα και βάζουν στόχο τα μωρά.
Μα εγώ δε θέλω να χάσω αυτή την καύλα. Την καύλα που νιώθω όταν έρχομαι σε επαφή με ένα σώμα που με αγγίζει και με ηλεκτρίζει, τη καύλα που νιώθω όταν ο αέρας μου κάνει τζίβες τα μαλλιά, όταν βγάζω το κεφάλι έξω από το παράθυρο καθώς το αυτοκίνητο τρέχει με 160 στην Εθνική. Την καύλα που με κάνει να ζω.
Δε θέλω να γεράσω ποτέ.
Γιατί ο αυθορμητισμός και η παιδικότητά μου είναι τα στοιχεία που μου αρέσουν περισσότερο στον εαυτό μου. Χωρίς αυτά θα νιώθω ένα κουφάρι που ζει για να δουλεύει και να πληρώνει λογαριασμούς. Που ζει για να έχει τα πάντα σε μια τάξη. Το σπίτι, τη δουλειά, τον άντρα, τα παιδιά, τα σκυλιά και τα γατιά, την πάπια τον Γρηγόρη και το παπαγαλάκι τον Σταμάτη.
Γρήγορα θέλω να πηγαίνει η ζωή. Να μη σταματήσει ποτέ. Και σε όσους λένε πως κάθε ηλικία έχει τη γλύκα της, δε θα διαφωνήσω. Μα εγώ θέλω αυτή τη γλύκα που έχει να κάνει με εμένα. Με τα ταξίδια μου, με τη δημιουργικότητά μου, με το σφριγηλό μου πρόσωπο και τις αντοχές μεγατόνων που με βοηθούν να μένω ξύπνια και σε εγρήγορση για ώρες. Όσο εγωιστικό και αν ακούγεται· ποιος άλλωστε δεν αγαπά τον εαυτό του; Όλοι τον αγαπάμε, απλά λίγοι ξέρουμε πόσο και ακόμα πιο λίγοι ξέρουμε κατά ποιόν τρόπο.
Εκτός όμως του εαυτού μας, ποιος αλήθεια, δεν αγαπάει τη νιότη; Μη χάνεστε όμως στη μετάφραση· όσα bottox και όσες πλαστικές και αν κάνουμε η νιότη ζει μέσα μας, σε ένα μικρό κομμάτι της καρδιάς και του μυαλού μας. Στην τρέλα που κουβαλάμε και στην όρεξή μας για ζωή. Αν γεννήθηκες γέρος και βαριέσαι να κουνηθείς να πας μέχρι τη γωνία, σαφώς δε θα καταλάβεις ποτέ τι ακριβώς είναι τα νιάτα. Δε θα μπορέσεις ποτέ να κάνεις σωστό διαχωρισμό τους από τα γηρατειά.
Τα γηρατειά- που είναι και ο μεγάλος μου φόβος- δεν είναι οι ρυτίδες, το πλαδαρό σώμα, τα πεσμένα βυζιά και τα αρθριτικά. Εγώ έχω ρυτίδες, έχω και άσπρες τρίχες. Δε με κάνουν όμως γριά. Είμαι στο άνθος της τρέλας μου και πάνω σε αυτή τη τρέλα θα το ξαναπώ: Δε θέλω να γεράσω ποτέ. Τα γηρατειά, εκτός της «σοφίας» και της «στερνής μου γνώσης» θα μου πάρουν τον εαυτό μου μακριά, θα με αλλάξουν, θα με ρουφήξουν.
Μα εγώ το θέλω το χαμόγελό μου. Δε θέλω να γίνω από εκείνες που ξυπνούν για να μαγειρέψουν και να πλέξουν ζιπουνάκια για τα εγγόνια τους. Θέλω να είμαι εκείνη, που μέχρι όσο με αντέχουν τα πόδια μου- μόνη μου ή με τον σύντροφό μου- θα παίρνουμε τον κώλο μας και θα γνωρίζουμε πράγματα και μέρη που δε ξέρουμε. Θα βγαίνουμε από το σπίτι τα μεσάνυχτα, θα βουτάμε ενστικτωδώς στα παγωμένα νερά της θάλασσας, μήνα Δεκέμβρη, χωρίς να φοβόμαστε μη μείνουμε στον τόπο από ανακοπή και θα καταλήγουμε να τρώμε πατσά για να στυλωθούμε, πριν γυρίσουμε σπίτι μας για να κάνουμε έρωτα από καύλα και όχι από υποχρέωση.
Όμως θα γεράσω. Ας είναι τουλάχιστον στο σώμα μόνο. Ας μείνει το μυαλό μου για πάντα νέο και τρελιάρικο, να με ταξιδεύει στους ωκεανούς που δε πρόλαβα να δω, να με πετάει πάνω από τις πέντε ηπείρους και να μου δείχνει όλα όσα δε πρόλαβα να ζήσω. Γιατί αν φτάσω στο σημείο να μην είμαι ανεξάρτητη, αν το γήρας με καθηλώσει σε ένα κρεβάτι και κάνει τα παιδιά μου νοσοκόμους μου, ο μεγαλύτερός μου φόβος θα είναι πια μπροστά μου. Θα τρέφετε από εμένα. Θα με τρώει. Θα με κατασπαράζει.
Δε θέλω να γεράσω ποτέ. Γι’ αυτό εφοδιάζω το νου μου με όση νιότη μπορεί να αντέξει. Όσο για το σώμα, έχω κανονίσει να φανεί σαν ατύχημα!

Πρώτη δημοσίευση:  http://www.mindthetrap.gr







Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Φίλες σε όλα






Φίλες από όταν θυμόμαστε την εφηβεία μας. Από τις μέρες εκείνες που μετρούσαμε τα σπυράκια μας και κάναμε κοπάνες για να χαζέψουμε τους μεγαλύτερους που είχαμε βάλει στο μάτι.
Φίλες ακόμα. Μετά από τόσα χρόνια. Μαζί και στα καλά και στα δύσκολα. Μαζί ακόμα και στους τσακωμούς. Μαζί ακόμα και στους χωρισμούς.
Δευτέρα χώρισα εγώ, Τρίτη εκείνη.
Και βρήκε πάτημα η μια στον πόνο της άλλης. Δυνατή εγώ για εκείνη. Δυνατή αυτή για εμένα. Οι σχέσεις δεν μετρούσαν μόλις λίγες εβδομάδες ή μήνες βλέπεις. Είχε επενδυθεί χρόνος και χρήμα, αλλά το χρηματιστήριο του έρωτα το επηρέασε το κράχ της έκπτωσης των αισθημάτων της απέναντι πλευράς.
Και έτσι μείναμε σε ένα δωμάτιο- σε μια καφετέρια, σε μια ταβέρνα, η κάθε μια στη δουλειά της- να μιλάμε διαρκώς και να συνειδητοποιούμε ολοένα πως τα προβλήματα φαίνονταν καιρό, αλλά εθελοτυφλούσαμε και μέναμε εκεί, από συνήθεια, ρουτίνα, μονόπλευρο ενδιαφέρον.
Μέχρι που ήρθε πάλι η Δευτέρα. Ήρθε και η Τρίτη. Δευτέρα το έμαθε εκείνη. Τρίτη εγώ. Υπήρχαν άλλες. Και όπως εκείνοι έφυγαν από εμάς, έτσι οι άλλες πήγαν σε αυτούς. Αθόρυβα, άοσμα, εξωκοσμικά, χωρίς να κινηθεί αρχικά καμία υποψία.
Η αρχική προσέγγιση έγινε υπογείως. Όσο εμείς νομίζαμε πως όλα βαίνουν καλώς. Αλλά η συνήθεια και η θέληση για το καλύτερο, σκοτώνουν. Και τα μάτια τους γύρισαν αλλού. Στο καινούριο, στο ξένο, στο άγνωστο, στο ξανθό, στο ψηλό, στο κοντό, στο κοκκινομάλλικο. Σε ό,τι δεν είχαμε εμείς και υπήρχε προς τα εκεί που βρίσκονταν η νέα θέα.
Και τα κρεβάτια τα δικά τους γέμισαν. Τα ξημερώματα τους έβρισκαν με μπλεγμένες τις ανάσες τους, με ανάσες νέες και όχι τις δικές μας. Θυμήθηκαν τι σημαίνει να λαχανιάζεις. Θυμήθηκαν τι σημαίνει να κάνεις δώρα και να ξεπαγιάζεις στο κρύο για να μιλήσεις στο τηλέφωνο, ενώ η παρέα σου πίνει καφέ στη ζέστη της καφετέριας.
Θυμήθηκαν όσα είχαν ξεχάσει, γιατί τους αφήσαμε να τα ξεχάσουν στη προσπάθειά μας να μην τους επιβαρύνουμε και να μη φαινόμαστε υπερβολικά απαιτητικές. Το κάναμε ταυτόχρονα, χωρίς συνεννόηση. Αλλά το κάναμε.
Όταν συζητάμε αναγνωρίζουμε τα λάθη μας, μα βαθιά μέσα μας ξέρουμε και οι δυο πως θα τα ξανακάνουμε, αν τύχει και ξανανιώσουμε έτσι. Τόσο ίδιες κι όμως τόσο διαφορετικές, καταφέρνουμε τελικά τα ίδια αποτελέσματα.
Ίσως έχουν δίκιο όταν λένε πως όσο περισσότερη παρέα κάνεις με κάποιον τόσο περισσότερο μοιάζετε και ταιριάζετε.
Πλέον πέρασαν κάποιοι μήνες. Μετρώντας ως θύματα πολέμου ένα φωτιστικό δαπέδου που έσπασε σε χίλια κομμάτια, δυο ποτήρια, μερικά μπουκάλια τζιν, κάποιες ρομαντικές χαζοκομμεντί, περάσαμε το στάδιο της άρνησης, του θυμού, της κατάθλιψης και της διαπραγμάτευσης και φτάσαμε στην αποδοχή.
Πλέον τα βράδια μας δε γεμίζουν με ταινίες στη μικρή οθόνη του λαπ τοπ, αγκαλιά με ένα μπολ ποπ-κορν και από ένα ποτήρι οινόμελο και τις γάτες να κουρνιάζουν στα πόδια μας.
Πλέον τα βράδια μας γεμίζουν με γέλια και τσουγκρίσματα, με τους φίλους που νομίζαμε πως είχαμε χάσει και με τους νέους που αποκτήσαμε, αφού ανακτήσαμε την αυτοεκτίμησή μας.
Πλέον γυρνάμε, αλλά δε φοβόμαστε και τη μοναξιά. Παρ’ όλο που κάπου μέσα στα μονοπάτια της, έχουν κρυφτεί μέσα σε ανοιγμένες κονσέρβες από σαρδέλα οι φόβοι μας. Αυτοί οι φόβοι που μας μπουκώνουν αλμύρα και πίκρα.
Και έρχεται πάλι η μια στη ζωή της άλλης, τείνει το χέρι της και δίνει απλά ένα ποτήρι νερό. Αυτό το ποτήρι με το νερό που θα τα ξεπλύνει όλα και θα τα στείλει στις όχθες του Δούναβη ή του Σηκουάνα, σε ένα ατέλειωτο ταξίδι, να ταξιδεύουν ολοένα μακριά μας.
Και εμείς θα ταξιδέψουμε παρέα, σε πορείες παράλληλες μα και τέμνουσες να διώχνουμε η μια τις δυσάρεστες γεύσεις της άλλης. Γιατί δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να ξεπερνάς τις δυσκολίες παρά πίνοντας το νερό που σου δωσε ο καλύτερός σου φίλος.







Οι άνθρωποι που νόμιζες πως ήξερες




Είναι εκείνοι που μπαίνουν στη ζωή σου απρόσκλητοι, είτε με το έτσι θέλω είτε ως αποτέλεσμα συγκυριών. Έρχονται και στρογγυλοκάθονται. Συστήνουν τον εαυτό που θέλουν να μοστράρουν και εσύ υπνωτισμένος, τους ανεβάζεις σε ένα βάθρο και τους προσκυνάς.
Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν μια ανεξήγητη γοητεία και δε τους αντιπαθεί κανείς όταν τους πρωτογνωρίζει. Πλατύ χαμόγελο, έναν γλυκό λόγο για όλους, φτιαχτή εμπάθεια και κάλπικη ενσυναίσθηση.
Κάνουν ένα μικρούλι, τόσο δα πραγματάκι για εσένα και σε δένουν, λες και έχουν πει μαγικά ξόρκια και σε έχουν ποτίσει με φίλτρα από ουρές μαυροκόρακα, δόντια αγριοχελώνας και ξύσμα από δέρμα χαμαιλέοντα, που το 'φτιαξε μια παρθένα χορεύοντας στο φως της πανσελήνου.
Ό, τι και αν πουν, κρέμεσαι από τα χείλη τους. Ό, τι και αν ζητήσουν, τρέχεις να τους εξυπηρετήσεις. Μιλάς γι’ αυτούς λες και είναι άτομα μοναδικά. Που έγιναν και μετά έσπασε το καλούπι.
Και έτσι είναι. Είναι σαν τον βοσκό με την φλογέρα από το παραμύθι, που όσο παίζει μουσική, τόσο τον ακολουθούν τα ποντίκια. Κανείς όμως δε μπορεί να κρύβεται για πάντα. Χρειάζεται μεγάλη εξάσκηση και πειθαρχία ώστε να μπορούν να προβάλουν μονίμως τον εικονικό τους εαυτό, αφήνοντας στην άκρη το πραγματικό πρόσωπό τους.
Όταν λοιπόν έχεις εξυπηρετήσει κάθε συμφέρον τους ή πολύ απλά δε τους γεμίζεις πια, μόλις βρεθούν κάποια άλλα άτομα που τους διασκεδάζουν και τους υπηρετούν με ήπιες κινήσεις αρχίζουν να σε αποκόπτουν.
Αρχικά, δε σηκώνουν τα τηλέφωνα, αλλά ούτε και σε παίρνουν πίσω. Χάνονται από το προσκήνιο και πάντα έχουν μια καλή δικαιολογία στην άκρη των χειλιών για να δικαιολογηθούν. Ποιος ξέρει, ίσως μετά από εβδομάδες, μήνες χρόνια, θελήσουν να κάνουν μια βόλτα στα παλιά. Πρέπει να σε κρατάνε on hold. Να είσαι διαθέσιμος να τους δεχτείς όπως αυτοί θέλουν.
Αν είσαι λίγο πιο έξυπνος και τους τρίψεις τον χαρακτήρα τους στα μούτρα τους, τότε δυσαρεστούνται, σου πετάνε και μια προσβολή στα μούτρα και βρίσκεσαι στην απ’ έξω όντας και κερατάς και δαρμένος.
Δεν αξίζει να τους χαλάσεις το παραμύθι. Έτσι ζουν και έτσι θα ζουν πάντα. Θέλουν στη ζωή τους μόνο άτομα που τους χαϊδεύουν τα αυτιά. Είναι εκείνοι που σε μια βδομάδα μέσα θα σου πουν «σ΄αγαπώ πολύ γλυκό μου» και ένα μήνα μετά «αϊ στο διάολο παλιομαλακισμένο».
Είναι εκείνοι με τους οποίους έχετε μνήμες και κοινές στιγμές, που θέλετε να θυμάστε για πάντα, που όμως μπήκαν στην άκρη απότομα και χωρίς προειδοποίηση, γιατί οι δικές τους προτεραιότητες αλλάζουν μέρα με τη μέρα.
Δεν είναι άχρηστοι. Έχουν κάποια ιδανικά και συνήθως καταφέρνουν πολλά. Συνήθως όμως στη πυραμίδα τους ο εαυτός τους στέκεται στην κορυφή. Όλοι οι άλλοι έρχονται από κάτω. Η οικογένειά τους ίσως μένει σταθερή, λόγω δεσμών αίματος, αλλά στις υπόλοιπες θέσεις γίνονται συχνά ανακατατάξεις.
Αν έχετε τέτοιους ανθρώπους στη ζωή σας και το βλέπετε, μην εθελοτυφλείτε. Είτε είναι φίλοι, είτε γκόμενοι. Κάντε τους στην άκρη και μην ξοδεύετε τον χρόνο που ξεκλέψατε από ανθρώπους που πραγματικά αξίζουν να είναι στη ζωή σας μαζί τους.
Κανείς δεν αξίζει να είναι το μπαλαντεράκι κανενός, οπότε μην αφήνετε τα φανταχτερά λόγια και τα αυθαίρετα χαμόγελα να σας παρασύρουν. Πηγαίνετε εκεί που σας προσφέρουν απλόχερα την αλήθεια σε όλο της το μεγαλείο, ακόμα και αν πονάει. Αυτοί οι άνθρωποι αξίζουν την είσοδο και παραμονή στη ζωή σας. Οι άλλοι ας είναι απλώς περαστικοί και όχι αυτοί που ήρθαν, είδαν, πήραν ό, τι ορέχτηκαν και έφυγαν με το κεφάλι ψηλά, ρίχνοντάς σας κιόλας κάθε ευθύνη.

Πηγή: http://www.mindthetrap.gr/suspicious_minds/item189/%CE%9F%CE%B9_%CE%AC%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%B9_%CF%80%CE%BF%CF%85_%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CE%B9%CE%B6%CE%B5%CF%82_%CF%80%CF%89%CF%82_%CE%AE%CE%BE%CE%B5%CF%81%CE%B5%CF%82



Ντύσου πρόχειρα και βάλε το μαγιώ σου



Στοίβαζαν τα πράγματα στο αυτοκίνητο. Κάθε τρεις και λίγο, εκείνη έλεγχε για τυχόν ελλείψεις. Εκείνος, την έπιασε από τους ώμους, της έδωσε ένα γλυκό φιλί και την καθησύχασε.
Έπειτα, έπιασε αποφασιστικά το τσαντάκι με τα καλλυντικά και της είπε:
«Αυτό θα μείνει εδώ».
Ήταν κάτι καινούριο για εκείνη. Αυτός πάλι, είχε πολυετή εμπειρία. Έτσι εξηγούνταν και η άνεση του. Ήξερε τι χρειαζόταν και που θα το βρει. Όλα λοιπόν του φαίνονταν εύκολα.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και άρχισαν να καταπίνουν χιλιόμετρα. Εκείνη αποκοιμήθηκε. Την ώρα που ξύπνησε, το αυτοκίνητο τσουλούσε αργά στον κατηφορικό, χωμάτινο δρόμο.
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Άδικα του φώναζε πως την παρέσυρε σε επικίνδυνες νέες εμπειρίες. Είχε δίκιο όταν της έλεγε πως το τοπίο θα την αποζημίωνε.
Πήρε μια τόσο βαθιά ανάσα, που κόντεψε να σκάσει. Ξίνισε μόνο τα μούτρα, όταν αντίκρυσε το κατάλυμά τους. Μια ταπεινή σκηνούλα, στημένη πάνω στην άμμο.
Εκείνος δεν περίμενε να την ακούσει να γκρινιάζει. Πέταξε την μπλούζα του κι έτρεξε για βουτιά. «Βάλε το μαγιώ σου κι έλα. Δεν ξέρεις τι χάνεις», της φώναξε.
Ξέχασε τη σκηνή και βούτηξε στα παγωμένα νερά. Μαγεία.
Το υγρό στοιχείο ξύπνησε τον ερωτισμό τους. Ήταν αγκαλιά μέσα στην θάλασσα για ώρα. Εν τέλει εκείνος δεν άντεξε, την έπιασε αγκαλιά και την οδήγησε στην σκηνή.
Αποδείχτηκε πως τους χωρούσε μια χαρά.
Το βράδυ η διπλανή παρέα διασκέδαζε με κιθάρα, γύρω από τη φωτιά. Το κύμα συμπλήρωνε τη μελωδία. Τους κάλεσαν, βγάζοντας ταυτόχρονα δυο μπύρες από το ψυγειάκι. Κατέληξαν να τραγουδάνε όλοι μαζί «we all live in a yellow submarine, yellow submarine». Μάλιστα κάποιοι είχαν βάλει στραβά τα καπέλα και χόρευαν γύρω από τους άλλους.
Μέχρι το τέλος της βραδιάς, κάποιοι «άλλαζαν συκώτι» από τα γέλια, ενώ εκείνη άλλαζε την κοσμοθεωρία της.
Πίστευε πως το ελεύθερο camping σε απόκοσμες παραλίες, δεν είχε να σου προσφέρει τίποτα. Θεωρούσε ξιπασμένους και ίσως και λιγάκι ξεπεσμένους όσους ασπάζονταν αυτόν τον τρόπο διακοπών. Πως μπορείς να χαλαρώσεις στις διακοπές αν σου λείπουν βασικές ανέσεις, όπως ένα ζεστό μπάνιο ή ένα μαλακό κρεβάτι;
Το ξημέρωμα όμως, που ξύπνησε με την αλμύρα ακόμα πάνω στο σώμα της κι άνοιξε την πόρτα της σκηνής, σκέφτηκε πως δεν υπάρχουν καλύτερες διακοπές.
Ποιός μπορεί να συγκρίνει τα κοσμοπολίτικα κλαμπάκια και τις παραλίες, που είναι πίτα στον κόσμο, με αυτόν τον παράδεισο; Μια θάλασσα γεμάτη αντιηλιακό λάδι είχε συνηθίσει και τώρα αντίκρυζε πεντακάθαρα σμαραγδένια νερά.
Αισθάνθηκε ένα με την φύση γύρω της. Η θάλασσα που το βράδυ μανούριαζε, λες κι είχε νεύρα ο Ποσειδώνας, τώρα ήταν ήρεμη και την καλούσε κοντά της, όμοια με Σειρήνα.
Παρασύρθηκε και βούτηξε, αφέθηκε ελεύθερη, θαύμασε τον κόσμο που αποτασσόταν τις κοσμικές παραλίες. Εκείνος ξύπνησε λίγο αργότερα, βγήκε από την σκηνή κι άραξε στην αιώρα. Τον έβλεπε να την κοιτά με καμάρι να πλατσουρίζει σαν πιτσιρίκι στο νερό. Εκείνη πάντως ένιωθε μυθική γοργόνα, που της χαρίζεται όλο το υδάτινο στοιχείο.
Πήγε κοντά του. Πήδηξε πάνω στην αιώρα κι έπεσαν και οι δυο μαζί στην άμμο. Γέλια αντήχησαν σε όλη την παραλία.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια.
Πόσο την αγαπούσε έτσι απελευθερωμένη. Δίχως των ματιών της τις βαφές. Δίχως τα περιττά.
Πόσο τον αγαπούσε που της έμαθε να γελάει σαν να μην υπάρχει αύριο. Να εκτιμά τα απλά πράγματα.
Και οι δύο λάτρεψαν το πόσο άλλαξαν μαζί

Πηγή: http://www.pillowfights.gr/neverland/item815/%CE%9D%CF%84%CF%8D%CF%83%CE%BF%CF%85_%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%87%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%B2%CE%AC%CE%BB%CE%B5_%CF%84%CE%BF_%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CF%8E_%CF%83%CE%BF%CF%85


Ο φάρος μου



Αυτή η αίσθηση πως είναι εκείνος που υψώνεται μπροστά σου επιβλητικός μα τόσο όμορφος και οικείος.
Με το αυστηρό του ύφος που όμως στο βάθος είναι το πιο μαλακό που υπάρχει.
Με την έμφυτή του τάση να σε καθοδηγεί και να σου φωτίζει το δρόμο, από ευγένεια, από ανάγκη να σε φροντίσει, από την επιθυμία του να διασφαλίσει την ασφάλειά σου.
Γιατί τα βράχια βρίσκονται εκεί. Και είναι επικίνδυνα τα βράχια.
Το ξέρει εκείνος.
Βλέπει πως σκάει πάνω τους η θάλασσα και τσακίζεται και γίνεται κύμα πελώριο και νιώθει την ένταση όταν το κύμα τον τυλίγει στην άγρια αγκαλιά του.
Και η αλμύρα που αφήνει ποτίζει τους τοίχους του και τον ψήνει. Κι έτσι εκείνος αντέχει, κόντρα σε κύματα πελώρια, και ανέμους θεριακλήδες.
Σε μανίες θυελλώδεις που θαρρείς πως βγήκε ο Ποσειδώνας και έβγαλε όλη του την οργή σε ένα συγκριμένο κύμα.
Κι ύστερα και σε άλλο. Και σε άλλο. Και σε άλλο.
Κι εκείνος αντέχει υπομονετικά με τις δεκάδες λαβωματιές του.
Αντέχει και περιμένει.
Περιμένει απλά να φανείς για να κοπάσουν οι καταιγίδες του.
Και να σε πάρει στην αγκαλιά του να σε προστατέψει από ό, τι φοβάσαι και από ό, τι σε απειλεί.
Και όταν έρθεις, δεν τον νοιάζει πια για τις βουρδουλιές από τα κύματα.
Γιατί εκείνα είναι μόνο στη βάση του.
Στα πιο ψηλά πατώματα εσύ έφερες τον ήλιο και ο αέρας έγινε αεράκι.
Αεράκι τρυφερό και δροσερό που φέρνει μαζί του το γαλάζιο της ήρεμης θάλασσας και όχι το μαύρο των άγριων ωκεανών.
Αλλά εσύ φοβάσαι.
Φοβάσαι πως δεν είσαι εσύ το καλοκαίρι του, δεν είσαι εσύ το απάγκιο το δικό του.
Ότι δεν κάνεις γι’ αυτόν όσα θα ήθελες και όσα αξίζει.
Και εκφράζεις τους φόβους σου κι εκείνος σε πιάνει από το αυτί και σε μαλώνει.
Σου λέει να μη λες βλακείες και σε κάνει να πιστεύεις στον εαυτό σου.
Και κάπως έτσι σε μαθαίνει από την αρχή πως η αγάπη είναι ανιδιοτελής και ανεξάντλητη.



Χρόνος αόριστος


Χτυπά ξανά και ξανά το ρολόι
Βάναυσος ήχος ως τα μεσάνυχτα
Μια, δυο, τρεις...
Σκιές μου δεσμεύουν το σώμα
Λεπτοδείκτες φαντάροι
Υπακούουν στην αόριστη μάζα του χρόνου
Βλέπω να φεύγουν τα καράβια μου
Να απομακρύνονται ολοένα απο μέσα μου
Κι εγώ σκυμμένη ώρες ατέλειωτες
Πάνω απο την κούπα του καφέ.
Ξενύχτια, αγρύπνιες και τσιγάρα,
Ο απροσδόκητος φόβος του αύριο.
Κοιτάζω ξανά στον καθρέφτη το φάντασμά μου.
Ο καφές μου ταράζεται απο ένα δάκρυ