Χαθήκατε. Πάνε χρόνια τώρα. Κι όμως υπήρξατε πολύ καλοί φίλοι.
Αλλά μετά έγινε εκείνη η παρεξήγηση. Αλήθεια, θυμάσαι πoια;
Όχι πραγματικά, ε; Συγγνώμη, αλλά ούτε κι εγώ. Δε μπορώ να σε βοηθήσω.
Θυμάσαι όμως που είχατε μια διαφωνία για κάτι. Ανταλλάσσατε για ώρες γραπτά μηνύματα στο κινητό, ώσπου σας τελείωσαν οι μονάδες και κάνατε log in στο facebook, όπου συνεχίσατε να ανταλλάσσετε μηνύματα για άλλες τόσες ώρες.
Και πιανόσασταν από λέξεις, και τους έδινε ο καθένας την έννοια που ήθελε να τους δώσει. Αυτή που τον συνέφερε, ή αυτή που νόμιζε πως ο άλλος εννοούσε. Μέσα από τα νεύρα και την ένταση της αντιπαράθεσης, δε βλέπατε πίσω από τις λέξεις, αλλά μόνο πάνω από αυτές.
Δε σκεφτόσασταν πως μπορεί αλήθεια να μιλούσε το άτομο που βρίσκεται πίσω από την οθόνη στην άλλη πλευρά, αν βρισκόταν απέναντί σας εκείνη την στιγμή. Όσες προσπάθειες έγιναν είτε από τον ένα είτε από τον άλλο, να βρεθεί μέση λύση και τρόπος συμφιλίωσης παρά τις διαφορές σας, πάντα ένας από τους δυο παρεξηγούσε άλλη μια γραμμένη λεξούλα και πάλι από την αρχή.
Μπορεί τα γραπτά να έχουν το προτέρημα πως μένουν, ενώ τα λόγια χάνονται, αλλά ας τα αφήσουμε αυτά για τα συμβόλαια.
Οι λέξεις όταν γράφονται είναι γυμνές. Τις ντύνει ο καθένας με το μυαλό του όπως θέλει και έχει ανάγκη. Αν μια λάθος λέξη γραφτεί, αρκεί για να αλλάξει όλο το νόημα και ας έγινε από κεκτημένη ταχύτητα. Στα προφορικά το σώζεις με άμεση επέμβαση και διόρθωση, στα γραπτά όμως δε χωράνε πολλά πολλά.
Μια λάθος σύνταξη και μπορεί να σου κοστίσει μια φιλία, έναν έρωτα, ή ακόμα και το δίκιο σου. Όταν όμως γράφεις με ένταση -με οποιαδήποτε ένταση-, δεν είναι εύκολο να προσέχεις διαρκώς να είσαι σωστός. Κι έτσι πολλαπλασιάζονται οι παρεξηγήσεις.
Φαντάσου όμως πόση διαφορά θα δεις αν ντύσεις τις λέξεις προτού τις εκστομίσεις, να φτάνουν στα αυτιά του συνομιλητή σου με την προίκα τους. Και η προίκα τους δεν είναι άλλη από το ύφος σου, τη χροιά και την ένταση της φωνής σου, τη στάση του σώματός σου. Και έτσι η κάθε λέξη έχει τον χαρακτήρα της και τη κληρονομιά της και έχει το αντίκρισμα που της αρμόζει.
Οι περιπτώσεις παρεξήγησης μειώνονται στο ελάχιστο -γιατί τίποτα δεν είναι απόλυτο- και επίσης δίνεται η δυνατότητα να φωνάξεις το βαρύ πυροβολικό να επέμβει όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Το σώμα σου.
Όσο εκρηκτική κι αν είναι μια κουβέντα -είτε με την άποψη της διαφωνίας είτε με την άποψη της συναισθηματικής φόρτισης (ερωτικής ή φιλικής)- μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα άγγιγμα δίνουν στη στιγμή, ό ,τι της λείπει.
Έτσι λοιπόν οι λέξεις όχι μόνο γυμνές δεν είναι πια, μα συνοδεύονται. Κι εσύ έχεις σύμμαχο τη φωνή σου, το σώμα σου, το άγγιγμα που μπορείς να προσφέρεις, τη δυνατότητα να τρέξεις πίσω ή μακριά από το άτομο που έχεις απέναντί σου.
Όταν λοιπόν έχεις να συζητήσεις κάτι σημαντικό, κάνε λίγα χιλιόμετρα, χτύπα μια πόρτα, κάτσε στα σκαλιά μαζί του και συζήτησέ το από κοντά. Όλα θα πάρουν το δρόμο τους πιο γρήγορα και πιο σωστά και οι λέξεις σου δε θα έχουν ξοδευτεί άσκοπα, αλλά θα φτάσουν αλώβητες, ατόφιες και αυθεντικές στο στόχο τους, χωρίς να του δίνουν το περιθώριο να κρυφτεί πίσω από την οθόνη της δειλίας του ή να αποφύγει να απαντήσει πατώντας απλώς αποσύνδεση.