Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Το παιχνίδι των σκιών


Που κρύβονται οι σκιές μας;
Είναι πίσω μας;
Ή μήπως μπροστά μας;
Είναι μέσα μας;
Ή ολόγυρά μας;
Είναι γκρι, καφέ ή μπλε;
Έχουν χρώμα γενικά;
Έχουν υπόσταση ή είναι άυλες;
Μήπως οι σκιές μας είμαστε εμείς;
Μήπως είναι κάποιος άλλος που βρίσκεται κοντά μας;
Ή και μακριά μας;
Και το βράδυ όταν κοιμόμαστε
Που κρύβονται οι σκιές;
Είναι στους τοίχους παγιδευμένες
Και βγάζουν κραυγές που δεν τις ακούς
Παρά μόνο στα όνειρα
Και τους εφιάλτες σου;
Βρίσκονται στο πάτωμα;
Ή μήπως κάτω από το κρεβάτι;
Κρέμονται από το ταβάνι
Και σε χαζεύουν καθώς κοιμάσαι
Περιμένοντας κάποια αδύναμη στιγμή του ονείρου σου
Να τρυπώσουν στα άδυτα του
Και να το κάνουν εφιάλτη;
Με τι τρέφονται οι σκιές;
Όχι, δε τρώνε σάρκα
Έτσι νομίζω τουλάχιστον
Γιατί μπορούν να παίξουν με το σώμα
Και με το μυαλό μπορούν να παίξουν
Είναι δυνατές οι άτιμες
Έχουν κάτι αόρατα νήματα που είναι δεμένα πάνω σου
Και σε πάνε και σε φέρνουν
Και δεν μπορείς να τα κόψεις με τίποτα
Γιατί έχουν γίνει ένα με εσένα
Είναι πανταχού παρούσες οι σκιές
Σε όσο φως κι αν περπατάς
Δε σε αφήνουν μόνο σου
Απλά μεταμορφώνονται σαν χαμαιλέοντες
Και είναι εκεί
Μα δε τις βλέπεις
Δε τις βλέπεις
Αλλά τις νιώθεις
Ακολουθούν πάντα το βήμα σου
Νιώθουν κι εκείνες ότι νιώθεις
Μα δε τις βλέπεις
Γιατί οι σκιές μας είμαστε εμείς
Μόνο που εμείς έχουμε είδωλο
Ενώ εκείνες φαίνονται μόνο στο βλέμμα...
Μαριάννα Κουρούπη
24/03/2016



Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Κανείς δε θα με σβήσει από μέσα σου



Εσύ, που δεν μοιάζεις με κανέναν. Γιατί κανείς άλλος δε κατάφερε ποτέ ως τώρα να με κάνει να νιώσω αυτό που ένιωθα για εσένα.

Κανείς δε κατάφερε, ούτε καν να επισκιάσει τον χώρο που καταλαμβάνεις στο μυαλό μου και στη καρδιά μου. Είναι δικός σου και θα είναι για πάντα. Γιατί ήσουν εσύ αυτός που ερωτεύτηκα τόσο έντονα, που πλέον αμφιβάλλω, αν υπάρχουν αλλού τόσος έρωτας και τόση αγάπη μαζεμένα.

Μου έκλεψες το πρώτο μου φιλί, πίσω από το ιερό της εκκλησίας. Ακόμα το θυμάμαι.

Έχω μοιράσει πολλά φιλιά από τότε. Αλλά εκείνο το φιλί ήταν το κάτι άλλο. Ήταν κάτι που δε ξεχνιέται. Ένα φιλί όλο ένταση και χημεία. Ένα φιλί με γεύση έρωτα.

Με αρρώστησε. Τα πάντα γυρνούσαν γύρω μου, το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος, νόμιζα πως θα πέσω κάτω.

Και έπεσα. Ομολογώ πως απέφευγα να φάω οτιδήποτε ή να πλυθώ εκείνη την ημέρα. Δεν ήθελα να χάσω τη γεύση σου, ούτε την αίσθησή σου. Ήθελα να κρατήσω αυτό το φιλί πάνω μου για πάντα.

Δεν είναι, όμως, μόνο εκείνο το φιλί -κι όσα ακολούθησαν- που δεν αλλάζω και δε συγκρίνω με κανένα, αλλά και ο έρωτας μαζί σου. Τότε που σου δόθηκα και μου δόθηκες. Που ενώθηκα μαζί σου και ένιωσα πιο πλήρης από ποτέ.

Ήταν τόσο όμορφο και φυσικό. Σα να ήταν προετοιμασμένο το σώμα μου για ‘σένα. Με άγγιζες και ριγούσα. Ενεργοποιούσες με μιας όλες μου τις αισθήσεις και με έκανες ολοένα και περισσότερο δική σου. Ζούσα μαζί σου το απόλυτο.

Όταν έλειπες, πονούσα. Ένιωθα την έλλειψη τόσο έντονη, που ήθελα να αρπάξω το τρένο από τη Θεσσαλονίκη και να έρθω στην Αθήνα. Αλλά τα χιλιόμετρα ήταν πολλά και αναγκαστικά έπρεπε να σε στερηθώ.

Όμως, κάποτε σε έδιωξα. Γιατί δε σε αγαπούσα μόνο εγώ πολύ, με αγαπούσες κι εσύ. Και κάποιες φορές η πολλή αγάπη, οδηγεί σε ακραίες συμπεριφορές.

Είχες αγκιστρωθεί πάνω μου πια. Είχαμε χάσει την ανεμελιά μας. Η ζήλια σου είχε αρχίσει να γίνεται παθολογική. Δεν μπορούσα να φοβάμαι για τη σωματική σου ακεραιότητα, κάθε φορά που τσακωνόμασταν.

Όταν εκείνη την ημέρα, πήγες να πηδήξεις από το μπαλκόνι, πέθανα χίλιες φορές μέσα μου, σκεπτόμενη τη συνέχεια. Και επειδή ακόμα σε αγαπούσα και ήθελα να διατηρήσω αυτή την όμορφη εικόνα στο μυαλό μου, σε έδιωξα.

Φέρθηκα σκληρά και ίσως εγωιστικά.

Όλος μου ο κόσμος γκρεμίστηκε. Ξέρω, το ίδιο και ο δικός σου. Πάνε τα σχέδια για κοινή ζωή, παιδιά, σκυλιά και πολύ έρωτα. Έμεινε, όμως, αυτός ο έρωτας μέσα μου.

Το ομολογώ τώρα, κανείς δε με άγγιξε ποτέ όπως εσύ.

Κανείς δεν άγγιξε τη ψυχή μου, το μυαλό μου, την καρδιά μου, το σώμα μου, όπως το έκανες εσύ. Και το βλέπω πολύ δύσκολο να το καταφέρει κάποιος. Κατέστρεψες κάποιους άντρες, που έτυχε να με αγαπήσουν, πολύ ή λίγο. Ακούνε το όνομά σου και βρίζουν.

Το ίδιο και η γυναίκα σου, απ’ ότι ακούω. Ακούει το όνομά μου και παθαίνει αναφυλαξία.

Κάθε που υποπτεύεται πως περνάω από το μυαλό σου, σου λέει πως δε σ’αγαπάει πια και σε χωρίζει. Μέχρι να θυμηθεί το αγγελούδι σας και να ξεχάσει εμένα και πάλι από την αρχή.

Εσύ έφτιαξες τη ζωή σου, αγάπη μου.

Προχώρησες και δηλώνεις περίτρανα παντρεμένος και δυστυχισμένος. Νόμιζες θα βρεις λύτρωση και παρηγοριά σε αυτόν τον γάμο. Κανένας, όμως, δε θα με σβήσει από μέσα σου και το ξέρεις. Εμείς σε αυτόν τον κόσμο, ανήκουμε ο ένας στον άλλο και ας βρισκόμαστε αλλού.
Η σκέψη του ενός πάντα θα τρέχει, έστω και για λίγο, έστω και λιγότερο συχνά στον άλλο. Πάντα θα θυμάσαι και πάντα θα θυμάμαι, το ρίγος και το ανακάτεμα που μας έκανε ξεχωριστούς.

Δε με θλίβει, όμως, που δε σε έχω στη ζωή μου πια. Δε με επηρεάζει τόσο. Για μια ακόμα φορά θα μιλήσω εγωιστικά, αλλά μου φτάνει που κατάφερα να κρατήσω αυτή την καλή εικόνα, μέσα στα χρόνια. Ατόφια και ανεξίτηλη.

Τα άσχημα δε θέλω να τα σκέφτομαι. Γιατί μου έδωσες το προτέρημα να λέω πως στη ζωή μου έζησα τον αληθινό έρωτα και την πραγματική αγάπη και να με ζηλεύουν εκείνοι που βλέπουν το βλέμμα μου όταν το λέω.

Ζηλεύουν γιατί καταλαβαίνουν, ότι δεν αξιώθηκαν ακόμα να ζήσουν το απόλυτο και είναι βουτηγμένοι στα νερόβραστα.

Σε ευχαριστώ πολύ, λοιπόν, που μου 'μαθες τον έρωτα. Και ας μου τον πήρες όλο εσύ και νιώθω πως πια δεν έχω να δώσω άλλον.

Και κάτι ακόμα.

Θυμάσαι που ακούγαμε Μαχαιρίτσα και λέγαμε πως μαζί θα πεθάνουμε εμείς, ξαπλωμένοι σε ένα κρεβάτι, σαν τον «Μ’ αγαπάς» και την «Σ’ αγαπώ», φυσώντας ο ένας την πνοή του στο στόμα του άλλου;

Την επόμενη μέρα πήγες και τύπωσες μπλούζες. Απόψε λοιπόν, κοιμάμαι και σε φοράω «Σ’ αγαπώ μου»!


Πρώτη δημοσίευση: www.pillowfights.gr




Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

«Επιτέλους ελεύθερος»


Το χέρι του ήταν βρώμικο
Είχε μια ώρα που χάιδευε το αλουμίνιο
Μπρος-πίσω, μπρος-πίσω
Στεκόταν μόνος του
Εκεί
Στο ξέφωτο
Λίγα μέτρα από το σπίτι του
Τους κοιτούσε όλους μέσα που μιλούσαν
Μπορούσε να νιώσει την ένταση από εκεί που στεκόταν
Και στην άλλη άκρη του κόσμου να ήταν 
Θα μπορούσε να την νιώσει
Είχε μάθει να ζει με αυτήν
Είχε διεισδύσει σε κάθε στιγμή του
Ήταν παντού στη ζωή του
Δε μπορούσε να φύγει μακριά της
Να δραπετεύσει
Δεν μπορούσε και να’ θελε
Ένιωθε να μην έχει επιλογή
Ένιωθε δειλός
Συχνά παραιτημένος
Όποτε εύρισκε προφάσεις και τρόπο, έφευγε
Αλλά ποτέ δεν του ήταν αρκετό το «για λίγο»
Και ποτέ δεν τολμούσε το «πολύ»
Έλυσε τα φρένα
Ήταν απότομος ο κατήφορος
Το αμαξίδιο τσούλησε γρήγορα
Ένιωθε τον αέρα στο πρόσωπό του
Τον ήλιο στο δέρμα του
Την ελευθερία στην καρδιά του
Μπροστά έβλεπε μόνο τη θάλασσα
Σύντομα ακούστηκε ο ήχος ενός αντικειμένου όταν πέφτει στο νερό
Κι εκείνος ένιωσε πιο ανακουφισμένος και πιο ελεύθερος από ποτέ
Έγινε ένα με το νερό
Το αμαξίδιο τον τράβηξε κάτω
«Επιτέλους, τόλμησα το πολύ μου» ψέλισσε καθώς βυθιζόταν
«Επιτέλους είμαι ελεύθερος»



Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Δε θέλω να γεράσω ποτέ



Θαυμάζω τη νιότη. Τι πιο όμορφο από αυτήν; Στους ανθρώπους, στα ζώα, στη φύση. Η νιότη είναι φρέσκια, δυναμική, γεμάτη ενέργεια. Λάμπει η νιότη, δε κουράζεται ποτέ, είναι αστείρευτη πηγή έμπνευσης και ευρηματικότητας. Είναι ολιγαρκής· μπορεί με δέκα ευρώ να σε κάνει τον γύρο του κόσμου. Να παίρνεις ένα σακίδιο και να μη ξέρεις που θα βρεθείς. Να γελάς με πράγματα μικρά και χαζά, να μη σκέφτεσαι τόσο και να μην υπεραναλύεις τα πάντα πριν κάνεις το οτιδήποτε.

 Αυθορμητισμός, τσαγανό, μαγκιά, έλλειψη φόβου, χαρά, διασκέδαση, καλή παρέα, ταξίδια, παιδικότητα, μερική ανευθυνότητα, αθωότητα που χάνεται πίσω από τα αμέτρητα ξενύχτια με ξύδια, χορό, γαμήσια. Γαμήσια που όσο γράφει το κοντέρ, τόσο μειώνονται, τόσο γίνονται ευθύνη αντί για ευχαρίστηση, τόσο αφήνουν πίσω την καύλα και βάζουν στόχο τα μωρά.

Μα εγώ δε θέλω να χάσω αυτή τη καύλα. Τη καύλα που νιώθω όταν έρχομαι σε επαφή με ένα σώμα που με αγγίζει και με ηλεκτρίζει, τη καύλα που νιώθω όταν ο αέρας μου κάνει τζίβες τα μαλλιά, όταν βγάζω το κεφάλι έξω από το παράθυρο καθώς το αυτοκίνητο τρέχει με 160 στην Εθνική. Την καύλα που με κάνει να ζω.

Δε θέλω να γεράσω ποτέ.

Γιατί ο αυθορμητισμός και η παιδικότητά μου είναι τα στοιχεία που μου αρέσουν περισσότερο στον εαυτό μου. Χωρίς αυτά θα νιώθω ένα κουφάρι που ζει για να δουλεύει και να πληρώνει λογαριασμούς. Που ζει για να έχει τα πάντα σε μια τάξη. Το σπίτι, τη δουλειά, τον άντρα, τα παιδιά, τα σκυλιά και τα γατιά, τη πάπια τον Γρηγόρη και το παπαγαλάκι τον Σταμάτη.

Γρήγορα θέλω να πηγαίνει η ζωή. Να μη σταματήσει ποτέ. Και σε όσους λένε πως κάθε ηλικία έχει τη γλύκα της, δε θα διαφωνήσω. Μα εγώ θέλω αυτή τη γλύκα που έχει να κάνει με εμένα. Με τα ταξίδια μου, με τη δημιουργικότητά μου, με το σφριγηλό μου πρόσωπο και τις αντοχές μεγατόνων που με βοηθούν να μένω ξύπνια και σε εγρήγορση για ώρες. Όσο εγωιστικό και αν ακούγεται· ποιος άλλωστε δεν αγαπά τον εαυτό του; Όλοι τον αγαπάμε, απλά λίγοι ξέρουμε πόσο και ακόμα πιο λίγοι ξέρουμε κατά ποιόν τρόπο.

Εκτός όμως του εαυτού μας, ποιος αλήθεια, δεν αγαπάει τη νιότη; Μη χάνεστε όμως στη μετάφραση· όσα bottox και όσες πλαστικές και αν κάνουμε η νιότη ζει μέσα μας, σε ένα μικρό κομμάτι της καρδιάς και του μυαλού μας. Στη τρέλα που κουβαλάμε και στην όρεξή μας για ζωή. Αν γεννήθηκες γέρος και βαριέσαι να κουνηθείς να πας μέχρι τη γωνία, σαφώς δε θα καταλάβεις ποτέ τι ακριβώς είναι τα νιάτα. Δε θα μπορέσεις ποτέ να κάνεις σωστό διαχωρισμό τους από τα γηρατειά.

Τα γηρατειά- που είναι και ο μεγάλος μου φόβος- δεν είναι οι ρυτίδες, το πλαδαρό σώμα, τα πεσμένα βυζιά και τα αρθριτικά. Εγώ έχω ρυτίδες, έχω και άσπρες τρίχες. Δε με κάνουν όμως γριά. Είμαι στο άνθος της τρέλας μου και πάνω σε αυτή τη τρέλα θα το ξαναπώ: Δε θέλω να γεράσω ποτέ. Τα γηρατειά, εκτός της «σοφίας» και της «στερνής μου γνώσης» θα μου πάρουν τον εαυτό μου μακριά, θα με αλλάξουν, θα με ρουφήξουν.

Μα εγώ το θέλω το χαμόγελό μου. Δε θέλω να γίνω από εκείνες που ξυπνούν για να μαγειρέψουν και να πλέξουν ζιπουνάκια για τα εγγόνια τους. Θέλω να είμαι εκείνη, που μέχρι όσο με αντέχουν τα πόδια μου- μόνη μου ή με τον σύντροφό μου- θα παίρνουμε τον κώλο μας και θα γνωρίζουμε πράγματα και μέρη που δε ξέρουμε. Θα βγαίνουμε από το σπίτι τα μεσάνυχτα, θα βουτάμε ενστικτωδώς στα παγωμένα νερά της θάλασσας, μήνα Δεκέμβρη, χωρίς να φοβόμαστε μη μείνουμε στον τόπο από ανακοπή και θα καταλήγουμε να τρώμε πατσά για να στυλωθούμε, πριν γυρίσουμε σπίτι μας για να κάνουμε έρωτα από καύλα και όχι από υποχρέωση.

Όμως θα γεράσω. Ας είναι τουλάχιστον στο σώμα μόνο. Ας μείνει το μυαλό μου για πάντα νέο και τρελιάρικο, να με ταξιδεύει στους ωκεανούς που δε πρόλαβα να δω, να με πετάει πάνω από τις πέντε ηπείρους και να μου δείχνει όλα όσα δε πρόλαβα να ζήσω. Γιατί αν φτάσω στο σημείο να μην είμαι ανεξάρτητη, αν το γήρας με καθηλώσει σε ένα κρεβάτι και κάνει τα παιδιά μου νοσοκόμους μου, ο μεγαλύτερός μου φόβος θα είναι πια μπροστά μου. Θα τρέφετε από εμένα. Θα με τρώει. Θα με κατασπαράζει.

Δε θέλω να γεράσω ποτέ. Γι’ αυτό εφοδιάζω το νου μου με όση νιότη μπορεί να αντέξει. Όσο για το σώμα… έχω κανονίσει να φανεί σαν ατύχημα!


Μαριάννα Κουρούπη

Πρώτη δημοσίευση: www.mindthetrap.gr