Το χέρι του ήταν βρώμικο
Είχε μια ώρα που χάιδευε το αλουμίνιο
Μπρος-πίσω, μπρος-πίσω
Στεκόταν μόνος του
Εκεί
Στο ξέφωτο
Λίγα μέτρα από το σπίτι του
Τους κοιτούσε όλους μέσα που μιλούσαν
Μπορούσε να νιώσει την ένταση από εκεί που στεκόταν
Και στην άλλη άκρη του κόσμου να ήταν
Θα μπορούσε να την νιώσει
Είχε μάθει να ζει με αυτήν
Είχε διεισδύσει σε κάθε στιγμή του
Ήταν παντού στη ζωή του
Δε μπορούσε να φύγει μακριά της
Να δραπετεύσει
Δεν μπορούσε και να’ θελε
Ένιωθε να μην έχει επιλογή
Ένιωθε δειλός
Συχνά παραιτημένος
Όποτε εύρισκε προφάσεις και τρόπο, έφευγε
Αλλά ποτέ δεν του ήταν αρκετό το «για λίγο»
Και ποτέ δεν τολμούσε το «πολύ»
Έλυσε τα φρένα
Ήταν απότομος ο κατήφορος
Το αμαξίδιο τσούλησε γρήγορα
Ένιωθε τον αέρα στο πρόσωπό του
Τον ήλιο στο δέρμα του
Την ελευθερία στην καρδιά του
Μπροστά έβλεπε μόνο τη θάλασσα
Σύντομα ακούστηκε ο ήχος ενός αντικειμένου όταν πέφτει στο νερό
Κι εκείνος ένιωσε πιο ανακουφισμένος και πιο ελεύθερος από ποτέ
Έγινε ένα με το νερό
Το αμαξίδιο τον τράβηξε κάτω
«Επιτέλους, τόλμησα το πολύ μου» ψέλισσε καθώς βυθιζόταν
«Επιτέλους είμαι ελεύθερος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου