Αυτή η αίσθηση πως είναι εκείνος που υψώνεται μπροστά σου επιβλητικός μα τόσο όμορφος και οικείος.
Με το αυστηρό του ύφος που όμως στο βάθος είναι το πιο μαλακό που υπάρχει.
Με την έμφυτή του τάση να σε καθοδηγεί και να σου φωτίζει το δρόμο, από ευγένεια, από ανάγκη να σε φροντίσει, από την επιθυμία του να διασφαλίσει την ασφάλειά σου.
Γιατί τα βράχια βρίσκονται εκεί. Και είναι επικίνδυνα τα βράχια.
Το ξέρει εκείνος.
Βλέπει πως σκάει πάνω τους η θάλασσα και τσακίζεται και γίνεται κύμα πελώριο και νιώθει την ένταση όταν το κύμα τον τυλίγει στην άγρια αγκαλιά του.
Και η αλμύρα που αφήνει ποτίζει τους τοίχους του και τον ψήνει. Κι έτσι εκείνος αντέχει, κόντρα σε κύματα πελώρια, και ανέμους θεριακλήδες.
Σε μανίες θυελλώδεις που θαρρείς πως βγήκε ο Ποσειδώνας και έβγαλε όλη του την οργή σε ένα συγκριμένο κύμα.
Κι ύστερα και σε άλλο. Και σε άλλο. Και σε άλλο.
Κι εκείνος αντέχει υπομονετικά με τις δεκάδες λαβωματιές του.
Αντέχει και περιμένει.
Περιμένει απλά να φανείς για να κοπάσουν οι καταιγίδες του.
Και να σε πάρει στην αγκαλιά του να σε προστατέψει από ό, τι φοβάσαι και από ό, τι σε απειλεί.
Και όταν έρθεις, δεν τον νοιάζει πια για τις βουρδουλιές από τα κύματα.
Γιατί εκείνα είναι μόνο στη βάση του.
Στα πιο ψηλά πατώματα εσύ έφερες τον ήλιο και ο αέρας έγινε αεράκι.
Αεράκι τρυφερό και δροσερό που φέρνει μαζί του το γαλάζιο της ήρεμης θάλασσας και όχι το μαύρο των άγριων ωκεανών.
Αλλά εσύ φοβάσαι.
Φοβάσαι πως δεν είσαι εσύ το καλοκαίρι του, δεν είσαι εσύ το απάγκιο το δικό του.
Ότι δεν κάνεις γι’ αυτόν όσα θα ήθελες και όσα αξίζει.
Και εκφράζεις τους φόβους σου κι εκείνος σε πιάνει από το αυτί και σε μαλώνει.
Σου λέει να μη λες βλακείες και σε κάνει να πιστεύεις στον εαυτό σου.
Και κάπως έτσι σε μαθαίνει από την αρχή πως η αγάπη είναι ανιδιοτελής και ανεξάντλητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου