Φίλες από όταν θυμόμαστε την εφηβεία μας. Από τις μέρες
εκείνες που μετρούσαμε τα σπυράκια μας και κάναμε κοπάνες για να χαζέψουμε τους
μεγαλύτερους που είχαμε βάλει στο μάτι.
Φίλες ακόμα. Μετά από τόσα χρόνια. Μαζί και στα καλά και στα
δύσκολα. Μαζί ακόμα και στους τσακωμούς. Μαζί ακόμα και στους χωρισμούς.
Δευτέρα χώρισα εγώ, Τρίτη εκείνη.
Και βρήκε πάτημα η μια στον πόνο της άλλης. Δυνατή εγώ για
εκείνη. Δυνατή αυτή για εμένα. Οι σχέσεις δεν μετρούσαν μόλις λίγες εβδομάδες ή
μήνες βλέπεις. Είχε επενδυθεί χρόνος και χρήμα, αλλά το χρηματιστήριο του έρωτα
το επηρέασε το κράχ της έκπτωσης των αισθημάτων της απέναντι πλευράς.
Και έτσι μείναμε σε ένα δωμάτιο- σε μια καφετέρια, σε μια
ταβέρνα, η κάθε μια στη δουλειά της- να μιλάμε διαρκώς και να συνειδητοποιούμε
ολοένα πως τα προβλήματα φαίνονταν καιρό, αλλά εθελοτυφλούσαμε και μέναμε εκεί,
από συνήθεια, ρουτίνα, μονόπλευρο ενδιαφέρον.
Μέχρι που ήρθε πάλι η Δευτέρα. Ήρθε και η Τρίτη. Δευτέρα το
έμαθε εκείνη. Τρίτη εγώ. Υπήρχαν άλλες. Και όπως εκείνοι έφυγαν από εμάς, έτσι
οι άλλες πήγαν σε αυτούς. Αθόρυβα, άοσμα, εξωκοσμικά, χωρίς να κινηθεί αρχικά
καμία υποψία.
Η αρχική προσέγγιση έγινε υπογείως. Όσο εμείς νομίζαμε πως
όλα βαίνουν καλώς. Αλλά η συνήθεια και η θέληση για το καλύτερο, σκοτώνουν. Και
τα μάτια τους γύρισαν αλλού. Στο καινούριο, στο ξένο, στο άγνωστο, στο ξανθό,
στο ψηλό, στο κοντό, στο κοκκινομάλλικο. Σε ό,τι δεν είχαμε εμείς και υπήρχε
προς τα εκεί που βρίσκονταν η νέα θέα.
Και τα κρεβάτια τα δικά τους γέμισαν. Τα ξημερώματα τους
έβρισκαν με μπλεγμένες τις ανάσες τους, με ανάσες νέες και όχι τις δικές μας.
Θυμήθηκαν τι σημαίνει να λαχανιάζεις. Θυμήθηκαν τι σημαίνει να κάνεις δώρα και
να ξεπαγιάζεις στο κρύο για να μιλήσεις στο τηλέφωνο, ενώ η παρέα σου πίνει
καφέ στη ζέστη της καφετέριας.
Θυμήθηκαν όσα είχαν ξεχάσει, γιατί τους αφήσαμε να τα
ξεχάσουν στη προσπάθειά μας να μην τους επιβαρύνουμε και να μη φαινόμαστε
υπερβολικά απαιτητικές. Το κάναμε ταυτόχρονα, χωρίς συνεννόηση. Αλλά το κάναμε.
Όταν συζητάμε αναγνωρίζουμε τα λάθη μας, μα βαθιά μέσα μας
ξέρουμε και οι δυο πως θα τα ξανακάνουμε, αν τύχει και ξανανιώσουμε έτσι. Τόσο
ίδιες κι όμως τόσο διαφορετικές, καταφέρνουμε τελικά τα ίδια αποτελέσματα.
Ίσως έχουν δίκιο όταν λένε πως όσο περισσότερη παρέα κάνεις
με κάποιον τόσο περισσότερο μοιάζετε και ταιριάζετε.
Πλέον πέρασαν κάποιοι μήνες. Μετρώντας ως θύματα πολέμου ένα
φωτιστικό δαπέδου που έσπασε σε χίλια κομμάτια, δυο ποτήρια, μερικά μπουκάλια
τζιν, κάποιες ρομαντικές χαζοκομμεντί, περάσαμε το στάδιο της άρνησης, του
θυμού, της κατάθλιψης και της διαπραγμάτευσης και φτάσαμε στην αποδοχή.
Πλέον τα βράδια μας δε γεμίζουν με ταινίες στη μικρή οθόνη
του λαπ τοπ, αγκαλιά με ένα μπολ ποπ-κορν και από ένα ποτήρι οινόμελο και τις γάτες
να κουρνιάζουν στα πόδια μας.
Πλέον τα βράδια μας γεμίζουν με γέλια και τσουγκρίσματα, με
τους φίλους που νομίζαμε πως είχαμε χάσει και με τους νέους που αποκτήσαμε,
αφού ανακτήσαμε την αυτοεκτίμησή μας.
Πλέον γυρνάμε, αλλά δε φοβόμαστε και τη μοναξιά. Παρ’ όλο
που κάπου μέσα στα μονοπάτια της, έχουν κρυφτεί μέσα σε ανοιγμένες κονσέρβες
από σαρδέλα οι φόβοι μας. Αυτοί οι φόβοι που μας μπουκώνουν αλμύρα και πίκρα.
Και έρχεται πάλι η μια στη ζωή της άλλης, τείνει το χέρι της
και δίνει απλά ένα ποτήρι νερό. Αυτό το ποτήρι με το νερό που θα τα ξεπλύνει
όλα και θα τα στείλει στις όχθες του Δούναβη ή του Σηκουάνα, σε ένα ατέλειωτο
ταξίδι, να ταξιδεύουν ολοένα μακριά μας.
Και εμείς θα ταξιδέψουμε παρέα, σε πορείες παράλληλες μα και
τέμνουσες να διώχνουμε η μια τις δυσάρεστες γεύσεις της άλλης. Γιατί δεν
υπάρχει καλύτερος τρόπος να ξεπερνάς τις δυσκολίες παρά πίνοντας το νερό που
σου δωσε ο καλύτερός σου φίλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου