Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Θεσσαλονίκη φίλε μου...


Κατά καιρούς γνωρίζουμε ανθρώπους, μέρη, ζούμε καταστάσεις που μας κάνουν να νιώθουμε πιο ζωντανοί, που μας μαθαίνουν τον εαυτό μας, που μας στιγματίζουν. Κι αφήνουμε εκεί μαζί τους ένα κομμάτι μας. Λίγο από τη καρδιά μας που χτυπάει δυνατά κάθε που οι αναμνήσεις χτυπούν την πόρτα, λίγο από το μυαλό μας που ταξιδεύει εκεί με την πρώτη ευκαιρία και με κάθε συγκυρία. Ακόμα και λίγο από το σώμα μας. Γιατί κάποτε περάσαμε πεζοί μέσα από τις ζωές άλλων, κάποτε περπατήσαμε στους δρόμους της πόλης που αγαπήσαμε. Και το αεράκι φύσηξε και παρέσυρε κάποια από τα μόρια μας, που πάντα υπάρχουν εκεί και ταξιδεύουν. Πετούν πάνω από τα μέρη που αγαπήσαμε και κάθονται πάνω στα άτομα που λατρέψαμε σε έναν αέναο χορό νοσταλγικό και συνάμα έξαλλο.

Τα μεγαλύτερα κομμάτια μου τα έχω εναποθέσει με στοργή εκεί, στη νύφη του Βορρά. Στους δρόμους της. Στους ανθρώπους της. Στις στιγμές μου. Στις στιγμές μας. Μαζί της. Μαζί τους. Κάθε μέρα που περνάει τα μόρια μου συνταράσσονται κάθε που τρέχω στο μυαλό τους. Κάθε που έρχονται στο δικό μου. Κι έτσι ο χορός μας συνεχίζεται. Χωρίς κανείς μας να κουράζεται ποτέ. Χωρίς να μειώνει τον ρυθμό του. Και όποτε ξανασμίγουμε η ζωή μοιάζει με ένα ατέλειωτο πάρτι επανένωσης, στο οποίο όμως δε φοβάσαι μην σε κρίνουν οι άλλοι, ούτε έχεις ανάγκη να πλασσάρεις μια ζωή που δε ζεις κι ένα προσωπείο για να εντυπωσιάσεις. Γιατί αυτή η πόλη, αυτοί οι άνθρωποι, σε ξέρουν καλύτερα από ότι εσύ τον εαυτό σου. Και βλέπουν κάθε σου πτυχή ατόφια και αυθεντική όπως είναι. Και τους αρέσει. Και το χαίρονται. Και γλεντάνε μαζί σου χωρίς να ζητάνε τίποτα περισσότερο. Μόνο εσένα. Κι εσύ αυτούς. 



Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Για εσένα που έδιωξα μακριά


Νόμιζα πως ο πρώτος ο έρωτας, ο μεγάλος, αυτός για τον οποίο έχουν γραφτεί τόσα μυθιστορήματα και αναρίθμητα ποιήματα, αυτός που έκανε πολλούς να καρδιοχτυπήσουν δυνατά απλά δεν υπάρχει. Αλλά ήμουν μικρή ακόμη, κι έκανα λάθος.
Ο έρωτας ο πρώτος, ο μεγάλος, ο δυνατός, αυτός που θα σε κάνει να μη θέλεις να πλυθείς για να μη φύγει από πάνω σου το άγγιγμα του, να μη θέλεις να φας γιατί νιώθεις πως το στομάχι σου έχει γίνει ένας σφιχτοδεμένος κόμπος, υπάρχει. Και τον έζησα.
Και όχι απλώς τον έζησα. Τον έκανα ένα με το πετσί μου, τον φόρεσα σαν το αγαπημένο μου πουλόβερ που στο τέλος από το πολύ φόρεμα γέμισε τρύπες και ξεχείλωσε. Τον τράβηξα από τα μαλλιά. Τον είχα αγαπήσει τον πρώτο μου έρωτα. Κι ύστερα κατάλαβα πως πια αγαπούσα την ιδέα του. Και πάντα θα την αγαπούσα.
Δε νόμιζα πως είμαι ικανή να αγαπήσω πια. Ενθουσιαζόμουν με τους συντρόφους μου και τους φρόντιζα, μα ποτέ δε δινόμουν ολοκληρωτικά. Τους έδινα να φάνε ένα κομμάτι μου κι έπειτα τραβούσα τον μεζέ και τον έπαιρνα μακριά.
Μα μια μέρα κάτι μέσα μου άλλαξε. Ένιωσα πράγματα που νόμιζα πως δε θα ένιωθα ποτέ ξανά. Δεν ήταν κάτι που είχα νιώσει ακριβώς στο παρελθόν. Κάθετι που νιώθεις για κάποιον άνθρωπο, έχει κάτι ξεχωριστό, όπως και ο άνθρωπος για τον οποίο το νιώθεις. Κι άρχισα να αναθεωρώ για ακόμη μια φορά.
Μα ακόμα μου ήταν δύσκολο να πω όσα είχα κλειδώσει μέσα μου. Οι λέξεις ανέβαιναν στο στόμα μου, έφταναν μέχρι τα χείλη μου και γραπώνονταν εκεί προσπαθώντας να μην βγουν έξω. Και κρατήθηκαν γερά, σαν κάποιον που κρατιέται από τον βράχο για να μην πέσει στον γκρεμό από κάτω.
Οι πράξεις λίγες· ίσως καλές, αλλά λίγες μπροστά σε εκείνες που θα ήθελα. Μπροστά σε εκείνες που μπλόκαρα. Που ήθελα να κάνω, αλλά δεν έκανα. Ποτέ δε θα μάθεις τι φταίει. Ίσως ούτε κι εγώ. Δεν είμαι κακός άνθρωπος. Δεν το πιστεύω αυτό. Είμαι απλώς φοβισμένη, τρομοκρατημένη. Και φταίω. Σαφώς και φταίω. Φταίω που σε σκέφτομαι και γράφω και νιώθω την ταχυκαρδία στο στήθος μου, όπως θα ένιωθε μια πόρτα αν τη χτυπούσε κάποιος φορώντας σιδερογροθιά. Φταίω που αφήνω αυτούς που με μεγάλωσαν να ρουφάνε από μέσα μου τη ζωή που θέλω να ζήσω και να με αφήνουν με μερικά απομεινάρια, να τρέφω αυταπάτες πως ζω έστω κάτι από αυτά που θα ήθελα να ζήσω.
Όταν μεγαλώνεις με περιορισμούς, θέλεις συνεχώς να απαλλαχθείς από αυτούς. Αλλά έχεις μάθει να ζεις με αυτούς που σχεδόν τους έχεις ανάγκη πια. Δεν σου είναι τόσο εύκολο να τους πετάξεις από πάνω σου. Γίνεσαι ένας ψευτοεπαναστάτης, που βρίσκει πάντα έναν λόγο να γκρινιάξει και βλέπει πάντα την αρνητική πλευρά των πραγμάτων. Που συνεχώς φωνάζει και ωρύεται και είναι πάντα έτοιμος να τα παρατήσει όλα και να κάνει την επανάστασή του, αλλά ποτέ δεν την κάνει· μένει πάντα στα λόγια.
Και μέσα από περιορισμούς και έλλειψη υποστήριξης και εμφανούς αγάπης, νιώθεις πως δεν μπορείς να ζήσεις τίποτα που να σε κάνει ευτυχισμένο. Κι έτσι όταν η ευτυχία έφτασε στα πόδια μου, την έδιωξα για ακόμη μια φορά. Έφυγα από εσένα. Σε άφησα πίσω μη λογαριάζοντας την ιδιαίτερη σχέση μας. Μην αφήνοντας το παραμύθι μας να ζήσει.
Και κάπως έτσι κατέληξα πως προκαλώ πόνο σε ό, τι αγαπώ και το διώχνω μακριά.  Ίσως για να μην του προκαλέσω περισσότερο πόνο στο μέλλον ή ίσως γιατί βαθιά μέσα μου δε θέλω να είμαι ευτυχισμένη, γιατί δεν έχω μάθει έτσι. Κατέληξα πως δεν είμαι καλοκαίρι, αλλά το θλιβερό φθινόπωρο, που προϋπαντεί τον χειμώνα.
Κι έτσι κρατάω τη θλίψη μου σφιχτά και ενίοτε την ανάγω στον υπερθετικό της. Τουλάχιστον έτσι ξέρω πως μένω εγώ και αυτή μονάχα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη σχέση που έχω. Η γκόμενά μου. Και πρέπει να δουλέψω τη σχέση μου μαζί της, να βρω το θάρρος να τη χωρίσω, να τη διώξω μακριά μου, για να μπορέσω να δώσω στον εαυτό μου την ευκαιρία να κάνει μια υγιή και επιτυχημένη σχέση. Ως τότε, απλώς θα τρέφω αυταπάτες πως μπορώ. Ως τότε απλώς θα πληγώνω τον εαυτό μου και όσους προσπαθούν να με προσεγγίσουν και να με κάνουν ευτυχισμένη.
Μα ακόμα και αν δουλέψω αυτή τη σχέση, ακόμα και αν γνωρίσω κάποιον στο μέλλον. Κανείς δεν θα έχει όσα είχες εσύ. Κανείς δε θα μου δώσει όσα μου έδωσες κι εγώ δε θα μπορέσω να του δώσω όσα έδωσα σε εσένα.
Το μόνο που ξέρω όπως και να ‘χει είναι πως όσο δουλεύω μαζί της, θα συνεχίσω να γράφω.
Θα γράφω για 'σένα, γραπτά που ποτέ δε θα δεις. Κι ακόμα κι όταν οι σκέψεις μου δε θα είναι πια τόσο πρωτότυπες μετά από κάποιο καιρό, εγώ θα συνεχίσω να γράφω και θα συνεχίσω να σκέφτομαι στιχάκια και διάσπαρτες λεξούλες που ντύνουν όσα γυρνάνε μέσα στο μυαλό μου για εσένα.
Γιατί εσύ ήσουν ο φάρος μου, που με οδήγησε μέσα από θύελλες, αλλά δεν ήθελα να θαμπώσω το φως σου παρασύροντάς το μέσα στη μεγαλύτερη θύελλα- αυτή του μυαλού μου. 
Πρώτη δημοσίευση: www.pillowfights.gr