Και ξέρεις, έβλεπα εσένα. Ήμασταν λέει σε μια ταράτσα. Εγώ κι εσύ και παρατηρούσαμε την πόλη και τους γρήγορους ρυθμούς της. Εγώ σου μιλούσα φιλοσοφικά κι εσύ πέταξες πάλι ένα από εκείνα τα πολύ κρύα αστεία σου που παγώνουν μέχρι και το καυτό λάδι που τηγανίζει τους λουκουμάδες.
Μου την σπάει ο τρόπος που μασουλάς τους λουκουμάδες. Γεμίζει το σαγόνι σου μέλια και μοιάζεις στον Cooper από την ταινία Eurotrip όταν έτρωγε το παγωτό. Εκείνον τον άφησαν να μπει στο Βατικανό, επειδή έτρωγε το παγωτό του και πασαλειβόταν. Εσύ τι καταφέρνεις; Απλώς να λερώσεις το πουκάμισό σου. Πλένει μετά το πλυντήριό μας νυχθημερόν.
Μου τη σπάει που αφήνεις το σωληνάριο της οδοντόκρεμας ανοιχτό και χιλιοζουμπηγμένο με τέτοιο τρόπο που η οδοντόκρεμα γλύφει τον νιπτήρα. Ούτε μπορώ να βλέπω αμάζευτες τις τρίχες που κούρεψες ολόγυρα στο πάτωμα του μπάνιου. Γίνε επιτέλους λίγο πιο τακτικός. Δεν μπορώ να σε τρέχω από πίσω.
Δεν μπορώ ακόμα τον ήχο που κάνεις όταν τρως τη φρυγανιά. Τη δαγκώνεις τόσο άτσαλα, πέφτει η μισή κάτω και με το στόμα μισάνοιχτο μασουλάς αργά σα γελάδι που μηρυκάζει. Καμιά φορά νομίζω πως και το βλέμμα σου φέρνει στο συμπαθέστατο ζωάκι. Άσε δε τα σάντουιτς που καταβροχθίζεις για πρωινό. Νιώθω πως είσαι ένας από τους επιζήσαντες του μεγάλου Λιμού.
Αχ! Ξέρεις και τι άλλο δεν αντέχω; Τους λιγούρικους ήχους που κάνεις μερικές φορές όταν τελειώνεις. Εκείνες τις βραδιές που είσαι πολύ κουρασμένος για να ασχοληθείς λίγο παραπάνω μαζί μου και όταν έρχεται η ώρα σου γυρνάς τα μάτια ανάποδα και φωνάζεις σα γριά που κάθισε πάνω σε πινέζες. Σου βγαίνει όλη η καύλα με έναν αναστεναγμό καντηλανάφτη που σβήσε το τελευταίο του κερί και αρχίζεις ευθύς να συνθέτεις νέα κομμάτια με το μελωδικό ροχαλητούλι σου.
Αλλά πάνω απ’ όλα δεν αντέχω που δε μου λες τι δεν αντέχεις εσύ σε εμένα. Μονάδες είμαστε καλέ μου. Δε γεννήθηκε ο ένας κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του άλλου. Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε με τελείως διαφορετικά ερεθίσματα.
Δε γίνεται να με κάνεις να πιστεύω πως εγώ είμαι η νευρωτική. Κάτι θα υπάρχει που θα σου την δίνει και εσένα πάνω μου. Μη μου λες πως όλα είναι τέλεια. Δε σου τη σπάει ο τρόπος που μασάω τη τσίχλα; Δε σου τη δίνει που βάζω κανέλα στο κοκκινιστό;
Δε σου τη δίνει που φιλάω το σκυλί στα μούτρα; Που έχω γεμίσει το μπάνιο με αρωματικά άλατα και κάνω κάθε τρεις και λίγο bubbles baths νιώθοντας σαν την Κλεοπάτρα, κλειδώνοντάς σε απ’ έξω με τις ώρες και αν σου έρθει ανάγκη την κάνεις στις γλάστρες σαν το σκυλί;
Δε σου τη δίνει η μανία μου με την καθαριότητα; Το κόλλημά μου με την Θεσσαλονίκη; Το ότι συνέχεια μιλάω με την κολλητή μου στο τηλέφωνο; Το ότι θέλω να έχω κι εγώ λίγο ροζάκι μέσα στο σπίτι;
Λες ότι δε σου τη δίνει για να μη γκρινιάζω. Αλλά άντρακλά μου, μου την δίνει να σου την δίνω. Και όχι με την αθώα έννοια, αλλά με την πονηρεμένη.
Οι διαφορές μας είναι το αφροδισιακό μας. Φαντάζεσαι να ήμασταν ίδιοι; Τι βαρετή που θα ήταν η καθημερινότητά μας. Ενώ τώρα ρε γαμώτο, σου λέω για την οδοντόκρεμα, μου φωνάζεις για την κανέλα στο φαί και καταλήγουμε να βγάζουμε τα μάτια μας στην καρέκλα που έχουμε παρατημένη στο χολ για να πετάμε πάνω τα παλτό όταν μπαίνουμε στο σπίτι.
Γι’ αυτό λοιπόν πάντα θα σου την δίνω και πάντα θα μου την δίνεις. Ποτέ δε θα διορθωθούμε. Γιατί το θέλουμε το αλατοπίπερό μας και αγαπιόμαστε πολύ για να αφήσουμε αυτή τη σχέση να χάσει τη νοστιμάδα της, με το να συμβιβαστούμε ο ένας σε όλα τα θέλω του άλλου.
Γι΄αυτό λοιπόν, μου την σπας. Και πάντα θα μου την σπας. Ελπίζω να σου την σπάω κι εγώ.
Πρώτη δημοσίευση: www.pillowfights.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου