Δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Ένα ζευγάρι κάλτσες στο πάτωμα είχε
μείνει. Τώρα για το άρωμα στα σεντόνια, ποιος νοιαζόταν; Για το ότι θα έλιωνε
σαν κερί αναμμένο πάνω από το τηλέφωνο, μέχρι αυτός να την θυμηθεί και να
καλέσει, ποιος νοιαζόταν; Για την υποκρισία της ελεύθερης από δεσμεύσεις και
αισθηματικές επενδύσεις σχέσης, ποιος νοιαζόταν;
Αλήθεια, γίνεται αυτό; Πως μπορείς να λαχανιάζεις στο ίδιο
κρεβάτι με κάποιον, και να νιώθεις την ηδονή και να μοιράζεσαι στιγμές, γέλια,
χαχανητά και να μην επενδύεις αισθηματικά; Και πες πως ο ένας δεν χαμπαριάζει,
νοιάζεται μόνο για την σαρκική επαφή, και του αρέσει να σκοτώνει την ώρα του. Ο
άλλος; Είναι και αυτός το ίδιο; Ένας από τους δύο, δεν θα νιώσει κάτι παραπάνω;
Τη σκέψη και την καρδιά δύσκολα τις χαλιναγωγείς. Πώς να μην
σκέφτεσαι τα βράδια που το σώμα σου ιδρώνει στην επαφή του δικού του; Τα πρωινά
που ξυπνούσατε και υπήρχαν εκείνες οι τρυφερές στιγμές; Και μετά, τα παιχνίδια
με το μιξεράκι του καφέ στην κουζίνα; Και το πασάλειμμα της μύτης σου με
μερέντα; Και έπειτα… έφευγε! Και δεν ήξερες πότε θα τον ξαναδείς. Πότε θα
θυμηθεί να ξαναπάρει τηλέφωνο.
Και οι μήνες περνούν. Και αυτός σε έχει σιγουράκι, και
σκορπάει τον ιδρώτα του δεξιά και αριστερά. Κάποια μέρα, θυμάται κι εσένα. Και
μετά πάλι από την αρχή. Ξυπνάς μια μέρα, και με το μαλλί ακόμα ζούγκλα, και την
κούπα με το καφέ (και τις σταγόνες ρούμι) στο χέρι, αποφασίζεις πως αρκετά, θα ξεκόψω. Μαζεύεις λοιπόν
όλο σου το θάρρος, τον παίρνεις να βρεθείτε γιατί γουστάρεις να τα λες face to face και τον στέλνεις
απαλλαγμένο από εσένα, στις υπόλοιπες.
Περνούν οι εβδομάδες, και εσύ ακόμα τον σκέφτεσαι. Και πάνω
που έχεις κερδίσει τον αυτοσεβασμό σου, τυχαίνει και βρίσκεστε στην ίδια παρέα.
Και όλως τυχαίως εσύ είσαι μέσα στην καλή χαρά, και δε σηκώνεσαι να φύγεις
παρά καταλήγεις πάλι μαζί του. Και περνάει μια εβδομάδα, και σε «χωρίζει» για
να είναι με μια γυναίκα. Την επίλεκτη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου